φοδεργίλ(λ)α

φοδεργίλ(λ)α
η, Ν
βοτ. παλαιότερη ονομασία γένους δικότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fothergilla, από το όν. τού Βρετανού φυσικού και βοτανολόγου J. Fothergill].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”